(1) βιολογικό (sex): κατηγοριοποίηση με βάση τα αναπαραγωγικά όργανα, την εμφάνιση των εξωτερικών γεννητικών οργάνων κατά τη γέννηση και τα ορμονικά και χρωμοσωμικά στοιχεία – (2) κοινωνικό (gender): πολιτισμικά και κοινωνικά κατασκευασμένοι ρόλοι, εικόνες και έμφυλες εκφράσεις που κανονιστικά αποδίδονται στο ένα ή στο άλλο φύλο, υπό τη σκιά μιας δυαδικής διαίρεσης *(άρρεν = άνδρας και θήλυ = γυναίκα).
− βιολογικό φύλο (επίθετο και ουσιαστικό): ιατρικός όρος που χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στα χρωμοσωμικά, ορμονικά και κυρίως ανατομικά χαρακτηριστικά, δεδομένου ότι τα τελευταία χρησιμοποιούνται για την ταξινόμηση ενός ατόμου ως θηλυκού ή αρσενικού ή ίντερσεξ. Συχνά αναφέρεται απλώς ως “φύλο”, “ανατομικό φύλο” ή πιο συγκεκριμένα ως “φύλο που αποδίδεται κατά τη γέννηση”, το οποίο βασίζεται αποκλειστικά στην εμφάνιση των γεννητικών οργάνων.
− διευρυμένο ως προς το φύλο (gender-expansive) (επίθετο): άτομο με ευρύτερο, πιο ευέλικτο φάσμα ταυτότητας ή/και έκφρασης φύλου από αυτό που συνήθως συνδέεται με το δυαδικό σύστημα φύλου. Συχνά χρησιμοποιείται ως όρος ομπρέλα, όταν αναφέρεται σε νέους ανθρώπους που εξακολουθούν να εξερευνούν τις δυνατότητες της έκφρασης ή/και της ταυτότητας φύλου τους.
− έκφραση φύλου (ουσιαστικό): η εξωτερική εκδήλωση του φύλου ενός ατόμου, μέσω ενός συνδυασμού ένδυσης, καλλωπισμού, κοινωνικής συμπεριφοράς και άλλων παραγόντων. Η έκφραση φύλου αποτελεί ένα συνεχές το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει την αρρενωπότητα, τη θηλυκότητα και πολλούς και διαφορετικούς συνδυασμούς των δύο.
− επαναπροσδιορισμός φύλου (ουσιαστικό): ο επαναπροσδιορισμός φύλου μπορεί να είναι νομικός (δηλαδή αλλαγή του νομικού φύλου του ατόμου στα νομιμοποιητικά και λοιπά νομικά έγγραφα) ή / και κοινωνικός (π.χ. αλλαγή ονόματος, έκφραση φύλου σύμφωνα με το βιωμένο φύλο του ατόμου και όχι αυτό που του αποδόθηκε κατά την γέννηση ή / και ιατρικός (ιατρική παρέμβαση, όπως λήψη ορμονών ή χειρουργική επέμβαση για την μεταβολή του σώματος). Ο όρος “μετάβαση” αναφέρεται στη διαδικασία και/ή στη χρονική περίοδο κατά την οποία πραγματοποιείται ο επαναπροσδιορισμός φύλου (με ή χωρίς ιατρική παρέμβαση).
− εσφαλμένη απόδοση φύλου (επίθετο + ουσιαστικά): η απόδοση φύλου σε κάποιο άτομο που δεν ευθυγραμμίζεται με την ταυτότητα φύλου του όπως το άτομο τη βιώνει. Μπορεί να συμβεί κατά τη χρήση αντωνυμιών, έμφυλης γλώσσας, ή αποδίδοντας φύλο σε άτομα χωρίς να γνωρίζουμε πώς αυτοπροσδιορίζονται (π.χ. “Λοιπόν, αφού είμαστε όλες γυναίκες σε αυτό το δωμάτιο, καταλαβαίνουμε…” ενώ υπάρχει στο δωμάτιο τρανς άνδρας).
− ρευστότητα φύλου ή έμφυλη ρευστότητα (gender fluidity) (ουσιαστικό): μη σταθερή και μεταβαλλόμενη ταυτότητα φύλου, που μπορεί να αλλάζει ή να μετατοπίζεται με την πάροδο του χρόνου μεταξύ του πλήθους των διαθέσιμων επιλογών. Χαρακτηρίζει άτομα που νιώθουν το φύλο ως ένα συνεχές που μπορεί να εκτείνεται από την αρρενωπότητα ως τη θηλυκότητα, τον δυναμικό συνδυασμό ή εναλλαγές τους και κινούνται ελεύθερα σε αυτό το φάσμα. Τα ρευστόφυλα άτομα αυτοπροσδιορίζονται ως μη δυαδικά, δηλαδή δεν κατηγοριοποιούν τα εαυτά τους ως αρσενικά ή θηλυκά.
− ταυτότητα φύλου (ουσιαστικό): είναι ο τρόπος που βιώνει ένα άτομο το φύλο του, η εσωτερική αντίληψη δηλαδή για το φύλο του και ο τρόπος που αυτοπροσδιορίζεται. Η ταυτότητα φύλου συχνά συγχέεται με το βιολογικό φύλο ή το φύλο που αποδίδεται κατά τη γέννηση.
− φύλο που αποδόθηκε κατά τη γέννηση (sex assigned at birth – SAAB): το νομικό φύλο που αποδίδεται σε ένα άτομο κατά τη γέννησή του βάσει βιολογικών χαρακτηριστικών, κυρίως των εξωτερικών γεννητικών οργάνων. Στα αγγλικά χρησιμοποιούνται μερικές φορές, με την ίδια έννοια, και οι φράσεις: «designated sex at birth» – DSAB («αποδιδόμενο κατά τη γέννηση φύλο») ή «sex coercively assigned at birth – SCAB («εξαναγκαστικά κατά τη γέννηση αποδιδόμενο φύλο») ή χρησιμοποιείται ειδικά ως “αποδιδόμενο αρσενικό κατά τη γέννηση” (assigned male at birth: AMAB) ή “άτομο προσδιοριζόμενο ως γυναίκα κατά τη γέννηση” (assigned female at birth: AFAB). Παράδειγμα: σε άτομο αποδόθηκε το φύλο γυναίκα κατά την γέννηση, αλλά διαπιστώνει ότι είναι άνδρας και του αποδόθηκε λανθασμένα το φύλο άνδρας όταν γεννήθηκε.