Androsexual / androphilic (επίθετο):

χαρακτηριστικό του προσώπου που νιώθει έλξη κυρίως σεξουαλικά ή/και συναισθηματικά προς άνδρες, αρσενικά ή/και την αρρενωπότητα. Θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά ως ανδρόφιλος/η/ο.

Scroll to Top