- Άγχος μειονοτήτων (ουσιαστικό):
- Αμφισβήτηση – Διερεύνηση της έμφυλης και σεξουαλικής ταυτότητας (questioning) (ουσιαστικό):
- Αμφισβήτηση – Διερεύνηση της έμφυλης και σεξουαλικής ταυτότητας (questioning) (ουσιαστικό):
- Αμφιφοβία (ουσιαστικό):
- Αμφιφοβία (ουσιαστικό
- Αμφιφοβικός / Αμφιφοβική / Αμφιφοβικό (επίθετο):
- Αμφιφοβικός / Αμφιφοβική / Αμφιφοβικό (επίθετο):
- Αμφίφυλος (bigender) (επίθετο):
- Αμφίφυλος (bigender) (επίθετο):
- Αμφιφυλόφιλος / Αμφιφυλόφιλη / Αμφιφυλόφιλο (ουσιαστικό):
- Ανδρογυνισμός ή ανδρογυνία (androgyny) (ουσιαστικό):
- Ανδρογυνισμός ή ανδρογυνία (androgyny) (ουσιαστικό):
- Ανδρόγυνος / ανδρόγυνη / ανδρόγυνο (androgynous) (επίθετο):
- Ανδρόγυνος / ανδρόγυνη / ανδρόγυνο (androgynous) (επίθετο):
- Ανθρώπινα δικαιώματα (ουσιαστικό):
- Ανθρώπινα δικαιώματα (ουσιαστικό):
- Άνω χειρουργική επέμβαση (ουσιαστικό):
- Άνω χειρουργική επέμβαση (ουσιαστικό):
- Αόρατη ομοφοβία (ουσιαστικό):
- Αόρατη ομοφοβία (ουσιαστικό):
- Αρομαντικός (aromantic) (επίθετο):
- Αρομαντικός (aromantic) (επίθετο):
- Ασέξουαλ / ασεξουαλικός (asexual) (επίθετο):
- Ασέξουαλ / ασεξουαλικός (asexual) (επίθετο):
- Αυτοαποκάλυψη (ουσιαστικό):
- Αυτοαποκάλυψη (ουσιαστικό):
- Άφυλο (agender) (επίθετο):
- ΓκΛΑΤ ή ΛΓΑΤ
- Γυάλινη οροφή (glass-ceiling) (ουσιαστικό):
- Διαθεματικότητα (ή διατομεακότητα) (intersectionality) (ουσιαστικό):
- Διάκριση, δυσμενής (λόγω βιολογικού φύλου / φύλου / λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού / ταυτότητας φύλου) (ουσιαστικό):
- Δυαδικότητα φύλου (ουσιαστικό):
- Έγκλημα μίσους (ουσιαστικό):
- − έμμεση (δυσμενής) διάκριση
- Έμφυλος ρόλος (επίθετο και ουσιαστικό):
- Επιλεγμένη οικογένεια / Οικογένεια επιλογής:
- Εσωτερικευμένη ομοφοβία (επιθετική μετοχή και ουσιαστικό):
- Ετεροκανονικότητα (ουσιαστικό):
- Ετεροσεξισμός (ουσιαστικό):
- Ετεροφυλοφιλία (ουσιαστικό):
- Ετεροφυλόφιλος (επίθετο):
- Ζώντας ανοιχτά (living openly) (ρηματική μετοχή):
- Ημιρομαντικός – η - ο - επίθετο:
- Ημισέξουαλ (επίθετο):
- Θεσμική καταπίεση (επίθετο & ουσιαστικό):
- Θηλυκότητα (ουσιαστικό):
- Θηλυπρεπής - ανδροπρεπής (επίθετο):
- Ίντερσεξ / διαφυλικός, -ή, -ό (επίθετο): Ίντερσεξ (ή διαφυλικό)
- Ισότητα (ουσιαστικό):
- Κανονιστικό/ ευθυγραμμισμένο φύλο (επίθετο – ουσιαστικό):
- Κρατικά υποκινούμενη ομοφοβία (φράση):
- Κρατικά υποκινούμενη τρανσφοβία (φράση):
- Κρατικά υποκινούμενη τρανσφοβία (φράση
- Κρυφός -ή -ό (επίθετο):
- Λεσβία (ουσιαστικό):
- ΛΟΑΤΚΙ+ (LGBTQ) (ακρωνύμιο)
- Μη δυαδικότητα φύλου (ουσιαστικό):
- Μη συμμορφούμενο άτομο με τα φύλα (gender non-conforming - GNC) (επίθετο):
- Μικροεπιθέσεις (ουσιαστικό):
- Νεολογισμοί αντωνυμιών (neopronouns):
- Οικογένειες ουράνιου τόξου:
- Ομοφοβία (ουσιαστικό):
- Ομοφοβικός –ή (επίθετο):
- Ομοφυλόφιλος (επίθετο και ουσιαστικό):
- Πανσεξουαλικός, πανφυλοφιλικός (omnisexual) (επίθετο):
- Παρενδυτική καλλιτέχνιδα / Παρενδυτικός καλλιτέχνης (ουσιαστικό):
- Παρενδυτικό άτομο (crossdresser) (επίθετο και ουσιαστικό):
- Παρενδυτικός / παρένδυση:
- Παρενόχληση (ουσιαστικό):
- Πατριαρχικός (επίθετο):
- Πολλαπλές διακρίσεις (ουσιαστικό):
- Πολυγαμία (ουσιαστικό):
- Προκατάληψη (ουσιαστικό):
- Ρητορική μίσους (ουσιαστικό):
- Ρομαντική έλξη (επίθετο και ουσιαστικό):
- ΣΕΜ (GSM = Gender and Sexual Minorities) (ακρωνύμιο)
- Σεξουαλική έλξη (ουσιαστικό):
- Σεξουαλική προτίμηση (ουσιαστικό):
- Σεξουαλικός προσανατολισμός (ουσιαστικό):
- Σεξουαλικός προσανατολισμός (ουσιαστικό):
- Σημαία του ουράνιου τόξου της προόδου:
- Σημαία υπερηφάνειας ουράνιο τόξο:
- Στερεότυπο (ουσιαστικό):
- Σύμμαχα άτομα (συμμαχία) των ΛΟΑΤΚΙΑ+ (ally / LGBTQIA+ allyship):
- Συναισθηματική έλξη (ουσιαστικό):
- Συνήγορος / υποστηρικτής (advocate) (ουσιαστικό):
- Συνηγορώ / υπερασπίζομαι (ρήμα):
- Τραβεστί:
- Τρανσέξουαλ (ουσιαστικό και επίθετο):
- Τρανς ή διεμφυλικός -ή -ό (επίθετο):
- Τρανσφεμινισμός (ουσιαστικό):
- Τρανσφοβία (ουσιαστικό):
- Τρανσφοβικός (επίθετο):
- Τρίτο φύλο (ουσιαστικό):
- Υγειονομική περίθαλψη που υποστηρίζει την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου:
- Φεμινισμός (ουσιαστικό):
- Φυλομετάβαση (ουσιαστικό) / Φυλομεταβαίνω (ρήμα):
- Φύλο (ουσιαστικό):
- Χαρακτηριστικά φύλου (ουσιαστικό):
- Χειρουργική επέμβαση επαναπροσδιορισμού / επιβεβαίωσης φύλου (Gender Reassignment Surgery GRS) (ουσιαστικό):
- Androsexual / androphilic (επίθετο):
- Binder (ουσιαστικό):
- cisgender (επίθετο):
- Cisnormativity (ουσιαστικό)
- cissexism (ουσιαστικό):
- Dead naming (ρήμα - γερούνδιο):
- DSG = Diverse Sexualities and Genders): ΔΣΦ
- FtM / F2M = (female to male) // MtF / M2F (male to female):
- Gatekeeping (ουσιαστικό):
- MSM / WSW (συντομογραφία: Men Sex Men / Women Sex Women):
- Outing (ουσιαστικό):
- Passing (μετοχή, λειτουργεί ως επίθετο):
- Queer (κουήρ):
- QUILTBAG [(Queer [or Questioning], Undecided Intersex Lesbian Trans* Bisexual Asexual [or Allied] and Gay [or Genderqueer]): Queer (ή Questioning=)
- SOGIESC (ακρωνύμιο)
- Stealth (επίθετο):
- Stud (ουσιαστικό):
- ze / zir / "zee", "zerr" ή "zeer"/ :