χαρακτηρίζεται το πρόσωπο που γεννιέται με χαρακτηριστικά φύλου ή αναπαραγωγικά όργανα (χρωμοσώματα, ορμόνες, εσωτερική ανατομία ή / και γεννητικά όργανα) με εγγενείς φυσιολογικές διαφορές σε σχέση με την πλειονότητα των ατόμων του ενός ή του άλλου φύλου και το συνήθως αναμενόμενο για ένα θηλυκό ή ένα αρσενικό σώμα. Συνεπώς, πρόκειται για όρο-ομπρέλα που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια μεγάλη ποικιλία φυσικών σωματικών παραλλαγών. Τα ίντερσεξ πρόσωπα καταχωρίζονται, κατά τη γέννησή τους, με το φύλο που προκρίθηκε, συχνά αυθαίρετα από τους γιατρούς.
Η ταυτότητα φύλου και ο σεξουαλικός προσανατολισμός των ίντερσεξ ατόμων μπορεί να είναι ίδια με οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου. Επομένως, τα ίντερσεξ άτομα διαφέρουν από τα τρανς, υπό την έννοια ότι δεν είναι κατ’ ανάγκη τρανς. Ωστόσο, εάν τους αποδοθεί κατά τη γέννηση ένα από τα δύο φύλα και στην πορεία της ζωής τους διαπιστώσουν ότι έχουν διαφορετική ταυτότητα φύλου από το βιολογικό φύλο που επιλέχθηκε να τους αποδοθεί, τότε υπάγονται στον όρο-ομπρέλα trans. Παλαιότερα χρησιμοποιούνταν για τα άτομα αυτά ο όρος «μεσόφυλο», που δεν είναι ακριβής, ή ακόμη και «ερμαφρόδιτο», ο οποίος θεωρείται από την κοινότητά τους ως κακοποιητικός και αναχρονιστικός και γι’ αυτό δεν πρέπει να χρησιμοποιείται πλέον.