ιδιότητα ατόμου την οποία προσδίδουν χαρακτηριστικά και έκφραση φύλου −κοινωνικά, σωματικά, συναισθηματικά, εμφανισιακά κλπ− που η κοινωνία αποδίδει παραδοσιακά και κανονιστικά στις γυναίκες, τα αναμένει, δηλαδή, και τα θεωρεί κατάλληλα και τυπικά για μια γυναίκα. − 2. Πρόσφατα η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται, ιδίως στον πληθυντικό, «θηλυκότητες» αντί για τον όρο γυναίκες, προκειμένου να λειτουργήσει πιο συμπεριληπτικά περιλαμβάνοντας και οποιοδήποτε άτομο, που δεν είναι γυναίκα, είτε cis είτε τρανς, αλλά μετέχει της γυναικείας εμπειρίας. Με αυτή τη χρήση του, ο όρος υπονοεί αμφισβήτηση των κανόνων που παραδοσιακά μια συγκεκριμένη κοινωνία επιβάλλει μόνον στις γυναίκες, εγείροντας έτσι το ζήτημα της καταπίεσης των γυναικών και των σχετικών έμφυλων στερεοτύπων, τονίζοντας την πολλαπλότητα του θηλυκού βιώματος.