Queer (κουήρ):

1 (επίθετο): ιδιότητα ατόμων που δεν είναι ετεροφυλόφιλα ή / και cisgender. 2 (ουσιαστικό): παλιότερα, προσβλητικός όρος που απευθύνεται προς κάποιο άτομο που δεν είναι ετεροφυλόφιλο ή / και cisgender. Λόγω της προηγούμενης χρήσης του ως υποτιμητικού όρου και του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιείται ακόμη, μερικές φορές, ως προσβλητική έκφραση, δεν γίνεται αποδεκτός από όλα τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Ο όρος «queer» μπορεί συχνά να χρησιμοποιείται εναλλακτικά με τον όρο ΛΟΑΤΚΙ+ (π.χ. «queer άτομα» αντί για “ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα”).

Scroll to Top